- αρλεκίνος
- Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον αναφέρει στη Θεία Κωμωδία, ή του Hellequin, κωμικού τύπου του διαβόλου στις γαλλικές μεσαιωνικές παραστάσεις. Κατά την παράδοση, o Α. γεννήθηκε στο Κάτω Μπέργκαμο και o Μπριγκέλα συχνά τον συντροφεύει στις περιπέτειές του στο Άνω Μπέργκαμο. Ήταν ο τύπος του ανόητου και πεινασμένου υπηρέτη (o Α. είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή του Τσάνι, χαρακτηριστικού τύπου υπηρέτη στην κομέντια ντελ άρτε), που είναι όμως προικισμένος με απέραντη αφέλεια και εξαιρετικά μεγάλη ευκινησία, η οποία του επιτρέπει να κάνει απίθανους ακροβατικούς άθλους· σε αυτό διαφέρει από τον Μπριγκέλα, πονηρό και κατεργάρη, χωρίς ίχνος οίστρου και ποίησης. Αφέλεια, ευκινησία και ποίηση είναι ακριβώς τα κυριότερα χαρίσματα του Α. από το δεύτερο μισό του 16ου αι. που κάνει την εμφάνισή του στο θέατρο και παντού όπου υπήρχε σκηνή ή και απλό πατάρι κατάλληλο για τις παραστάσεις των Ιταλών ηθοποιών.
Το κοστούμι του, που αρχικά ήταν φτιαγμένο από πολύχρωμα μπαλώματα και ήταν έτσι ενδεικτικό της αθλιότητας μιας ορισμένης κοινωνικής κατηγορίας, πήρε τον 17o αι. τη γνωστή πια σε όλους μορφή του: μακριά ζακέτα και στενό παντελόνι από ύφασμα με πολύχρωμα συμμετρικά τρίγωνα ή ρόμβους. Στο κεφάλι του φορούσε μικρό καπέλο από άσπρο πανί με σχισίματα και στο χέρι κρατούσε ένα είδος ξύλινου σπαθιού χωρίς θήκη (batocio), που ίσως κορόιδευε με αυτό το ρόπαλο του Ηρακλή. Στο πρόσωπό του φορούσε ολόκληρη μαύρη και άγρια μάσκα, δερμάτινη συνήθως, που τον 18o αι. έγινε μικρότερη και σκέπαζε μόνο το μισό του πρόσωπο.
Ο Α. γρήγορα κατέκτησε τη συμπάθεια του κοινού περισσότερο από κάθε άλλο πρόσωπο της κωμωδίας, έτσι που κατά το τέλος του 18ου αι. είχε γίνει στην Ιταλία και έπειτα στη Γαλλία, πρωταγωνιστής σε αμέτρητα θεατρικά έργα. Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε στην Αγγλία όπου το δεύτερο μέρος στις παντομίμες, δημοφιλή θεάματα μέχρι σήμερα, είναι αφιερωμένο στη λεγόμενη αρλεκινάτα, μεταμόρφωση του Α. από θύμα σε θριαμβευτή και από μηχανής θεό.
Στην κομέντια ντελ άρτε δίπλα στον Α. εμφανίζεται πάντα και η Κολομπίνα ή Αρλεκίνα (αλλά και η Κοραλίνα, η Σμεραλδίνα κ.ά.), κατεργάρα και χαριτωμένη υπηρέτρια, που αν και τον ποτίζει μύριες ερωτικές πίκρες, ξαναγυρίζει πάντα κοντά του. Και η Κολομπίνα ή Αρλεκίνα συχνά φορούσε κοστούμι με χρωματιστούς ρόμβους.
Στην ιστορία του θεάτρου αναφέρονται πολλοί διάσημοι Α., όπως οι Ιταλοί Αλμπέρτο Γκανάσα, ο Ντομένικο Μπιανκολέλι στο δεύτερο μισό του 17ου αι., γνωστός ως Ντομινίκ στο Παρίσι, όπου είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, ο Εβάριστο Γκεράρντι, ο Τομάζο Βιζεντίνι (γνωστός στο Παρίσι ως Τομασέν), καθώς και ο Καρλίνο Μπερτινάτσι και ο Άγγλος Τζον Ριτς (18ος αι.) και, τέλος, ο Μαρτσέλο Μορέτι, τελευταίος μεγάλος Ιταλός Α. που ξαναζωντάνεψε τον Α. με τεράστια επιτυχία, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, παίζοντας την κωμωδία του Κάρλο Γκολντόνι Υπηρέτης δύο αφεντάδων.
Ο αρλεκίνος, βασικό πρόσωπο άλλοτε της κομέντια ντελ άρτε, σε πίνακα του Αντρέ Ντερέν (φωτ. Mella).
* * *ο1. βασικός τύπος της κομέντια ντελάρτε, κατεργάρης και πνευματώδης2. μτφ. γελωτοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. arlecchino < πιθ. αρχ. γαλλ. He(l)lequin, Hie(r)lekin, ονομασία αρχηγού ομάδας κακοποιών πνευμάτων που πετούσαν στον αέρα τη νύχτα. Το αρχ. γαλλ. Hellequin < μσν. αγγλ. *Herle King, μυθική μορφή που κατά πολλούς ταυτίστηκε με τον Woden, Wodan, γνωστό θεό των γερμανικών λαών. Περί τα τέλη του 16ου αιώνα, ο γελωτοποιός ενός ιταλικού θιάσου που έπαιζε στο Παρίσι, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία τη μορφή του κακοποιού πνεύματος Hellequin (που εξακολουθούσε να επιζεί στη λαϊκή παράδοση), δημιούργησε τον ρόλο του υπηρέτη-γελωτοποιού που ονόμασε harlequin. Με τη σειρά της η λ. harlequin εισήχθη κατόπιν στην Ιταλική, παραλλαγμένη ως προς τον τύπο (δηλ. ως arlecchino), απ' όπου αργότερα παρελήφθη από αρκετές σύγχρονες γλώσσες, άλλοτε μεν ως αντιδάνειο (πρβλ. γαλλ. arlequin), άλλοτε δε ως ξεν. δάνειος όρος (πρβλ. ελλ. αρλεκίνος)].
Dictionary of Greek. 2013.